πιστολίζω

πιστολίζω
tabancayla vurmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιστολίζω — και μπιστολίζω, Ν [πιστόλι] πυροβολώ κάποιον με πιστόλι, ρίχνω πιστολιές εναντίον κάποιου …   Dictionary of Greek

  • πιστολίζω — πιστόλισα, πιστολίστηκα, πιστολισμένος, πυροβολώ με πιστόλι: Κάποιος με πιστόλισε αργά τη νύχτα στο δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουμπουριάζω — πυροβολώ με κουμπούρα, πιστολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουμπούρα ή κουμπούρι] …   Dictionary of Greek

  • μπιστολίζω — βλ. πιστολίζω …   Dictionary of Greek

  • πιστολισμός — ο, Ν [πιστολίζω] η βολή ή ο κρότος βάλλοντος πιστολιού, πιστολιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”